-
1 бур
το τρυπάνι, το γεωτρύπανο, το τρι-βέλι, το διατρητικό μηχάνημαземляной - см. почвенный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бур
-
2 зонд
-а α.1. καθετήρας, μήλη, σόντα.2. γεωτρύπανο•почвенный зонд γεωτρύπανο.
3. αερόστατο μετεωρολογικό.